πολυεδρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυεδρικά < πολυεδρικός + -α
Επίρρημα επεξεργασία
πολυεδρικά
- με πολυεδρικό τρόπο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυεδρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πολυεδρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πολυεδρικός