πολύεδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολύεδρος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polyèdre < αρχαία ελληνική πολύς + ἕδρα
Επίθετο επεξεργασία
πολύεδρος, -η, -ο
- που έχει πολλές έδρες (για στερεό σώμα)
- (ουσιαστικοποιημένο) πολύεδρο
Συγγενικά επεξεργασία
- πολυεδρικά
- πολυεδρικός
- πολυεδρικότητα
- πολύεδρο
- → δείτε τις λέξεις πολύς και έδρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολύεδρος
|