πολυεδρικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυεδρικότητα < πολυεδρικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολυεδρικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του πολυεδρικού, του πολύπλευρου
Πηγές επεξεργασία
- πολυεδρικότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολυεδρικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυεδρικότητα
|