↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύπλευρος η πολύπλευρη το πολύπλευρο
      γενική του πολύπλευρου της πολύπλευρης του πολύπλευρου
    αιτιατική τον πολύπλευρο την πολύπλευρη το πολύπλευρο
     κλητική πολύπλευρε πολύπλευρη πολύπλευρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύπλευροι οι πολύπλευρες τα πολύπλευρα
      γενική των πολύπλευρων των πολύπλευρων των πολύπλευρων
    αιτιατική τους πολύπλευρους τις πολύπλευρες τα πολύπλευρα
     κλητική πολύπλευροι πολύπλευρες πολύπλευρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολύπλευρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύπλευρος,[1] μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + -πλευρος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /poˈli.ple.vɾos/

  Επίθετο

επεξεργασία

πολύπλευρος, -η, -ο

  1. που έχει πολλές πλευρές
  2. (μεταφορικά) που έχει ή χαρακτηρίζεται από πολλές όψεις, μορφές, απόψεις (οπτικές γωνίες), ή που εκδηλώνεται σε πολλά πεδία
    ⮡  πολύπλευρη προσέγγιση, ανάλυση, διαδικασία
    ⮡  πολύπλευρη εξωτερική πολιτική
     συνώνυμα: πολύμορφος, πολυδιάστατος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία