Ετυμολογία en

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία

/mʌltɪˈfasɪtɪd/

  Επίθετο

επεξεργασία

multifaceted (en)

  1. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) πολύπλευρος
  2. πολυποίκιλος

Συνώνυμα

επεξεργασία