multifaceted
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | multifaceted |
συγκριτικός | more multifaceted |
υπερθετικός | most multifaceted |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mʌltɪˈfasɪtɪd/
Επίθετο
επεξεργασία- πολύπλευρος, πολυσχιδής, που έχει πολλές διαφορετικές πλευρές που πρέπει να εξεταστούν
- ⮡ His art is multifaceted, with works covering different areas.
- Η τέχνη του είναι πολύπλευρη, με έργα που καλύπτουν διαφορετικούς τομείς.
- ⮡ It’s not the cause per se, besides, it’s a multifaceted issue.
- Δεν είναι αυτή η καθαυτό αιτία, άλλωστε πρόκειται για θέμα πολυσχιδές.
- ⮡ His art is multifaceted, with works covering different areas.