πολυσχιδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολυσχιδής | η | πολυσχιδής | το | πολυσχιδές |
γενική | του | πολυσχιδούς* | της | πολυσχιδούς | του | πολυσχιδούς |
αιτιατική | τον | πολυσχιδή | την | πολυσχιδή | το | πολυσχιδές |
κλητική | πολυσχιδή(ς) | πολυσχιδής | πολυσχιδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολυσχιδείς | οι | πολυσχιδείς | τα | πολυσχιδή |
γενική | των | πολυσχιδών | των | πολυσχιδών | των | πολυσχιδών |
αιτιατική | τους | πολυσχιδείς | τις | πολυσχιδείς | τα | πολυσχιδή |
κλητική | πολυσχιδείς | πολυσχιδείς | πολυσχιδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολυσχιδής ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Ιπποκράτη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυσχιδής (κατασχισμένος, με πολλές τομές). πολυ- + σχιδής (< σχίζω)[1]
Επίθετο επεξεργασία
πολυσχιδής, -ής, -ές
- αυτός που έχει διαιρεθεί σε πολλά μέρη, που έχει πολλές διακλαδώσεις
- (μεταφορικά) αυτός που εκτείνεται σε πολλά πεδία, που καλύπτει πολλούς τομείς
- ※ θέλουμε να δημιουργήσουμε μια πολυσχιδή κοινότητα ανά τον κόσμο
- από την Κύρια Σελίδα των Βικινέων
- ※ πολυσχιδής δραστηριότητα, πολυσχιδής δράση
- ≈ συνώνυμα: πολύμορφος, πολύπλευρος
- ※ θέλουμε να δημιουργήσουμε μια πολυσχιδή κοινότητα ανά τον κόσμο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολυσχιδής
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πολυσχιδής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πολυσχιδής, -ής, -ές
- σχισμένος, χωρισμένος σε πολλά τμήματα
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, (De natura ossium), 10, p. 180, @scaife.perseus
- Ἀπὸ δὲ τῆς ἡπατίτιδος διὰ τῶν φρενῶν αἱ μέγισται δύο, ἡ μὲν ἔνθεν, ἡ δὲ ἔνθεν φέρονται μετέωροι, πολυσχιδεῖς δὲ διὰ τῶν φρενῶν εἰσιν ἀμφὶ ταύτας, καὶ πεφύκασιν ἄνωθεν δὲ φρενῶν, αὗται δὲ μᾶλλόν τι ἐμφανέες.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά Πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα, τὰ χερσαῖα ἢ τὰ ἔνυδρα, Section 13, 969b @scaife.perseus
- ἐν ταῖς πολυσχιδέσιν ἀτραποῖς
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, (De natura ossium), 10, p. 180, @scaife.perseus
- (για γνώμες, απόψεις) πολυποίκιλος
- σύνθετος
- (για ζώα) που έχουν δάχτυλα, όχι οπλές
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 2, 12 @scaife.perseus
- Πολυώνυχοι δ’ εἰσὶ πάντες οἱ ὄρνιθες, ἔτι δὲ πολυσχιδεῖς τρόπον τινὰ πάντες· τῶν μὲν γὰρ πλείστων διῄρηνται οἱ δάκτυλοι,
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 2, 12 @scaife.perseus
- (για τα χέρια και τα πόδια του ανθρώπου) που είναι διαχωρισμένα σε δάκτυλα
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 4, 10.46 @scaife.perseus
- πολυσχιδεῖς οἱ πόδες τῶν ἀνθρώπων, οὐ μακροδάκτυλοι δʼ εἰσίν. τὸ δὲ τῶν ὀνύχων γένος διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν καὶ ἐπὶ τῶν χειρῶν ἔχουσιν·
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 4, 10.46 @scaife.perseus
- (για τα κέρατα ελαφιού) που έχει πολλές διακλαδώσεις
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 9 @scaife.perseus
- Τῶν δὲ κεράτων τὰ μὲν πλεῖστα κοῖλά ἐστιν ἀπὸ τῆς προσφύσεως περὶ τὸ ἐντὸς ἐκπεφυκὸς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὀστοῦν, ἐπ’ ἄκρου δ’ ἔχει τὸ στερεόν, καὶ ἔστιν ἁπλᾶ· τὰ δὲ τῶν ἐλάφων μόνα δι’ ὅλου στερεὰ καὶ πολυσχιδῆ.
- ※ 4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 9 @scaife.perseus
Πηγές επεξεργασία
- πολυσχιδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολυσχιδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.