multi-
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
multi- (en)
- πολυ-, σε σύνθετα ουσιαστικών και επιθέτων για να δηλώνουν πολλά
- ⮡ a multivitamin - πολυβιταμίνη
- ⮡ The bank is directed by a multi-member board.
- Η τράπεζα διοικείται από πολυμελές συμβούλιο.