facet
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
facet | facets |
Ουσιαστικό επεξεργασία
facet (en)
- η πτυχή, η όψη, η πλευρά αντικειμένου, υλικού, επιστημονικού, συζήτησης, ιδέας κτλ.
- η έδρα ενός πολύτιμου λίθου
- ↪ the facet of a diamond - η έδρα ενός διαμαντιού
Πηγές επεξεργασία
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
facet (pl) αρσενικό