ενικός         πληθυντικός  
facet facets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

facet (en)

  1. η πτυχή, η όψη, η πλευρά αντικειμένου, υλικού, επιστημονικού, συζήτησης, ιδέας κτλ.
    ⮡  I am examining all facets of a problem/a case.
    Εξετάζω όλες τις πτυχές ενός προβλήματος/μιας υπόθεσης.
     συνώνυμα: aspect
  2. η έδρα ενός πολύτιμου λίθου
    ⮡  the facet of a diamond - η έδρα ενός διαμαντιού



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

facet (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία