Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυδιάστατος η πολυδιάστατη το πολυδιάστατο
      γενική του πολυδιάστατου της πολυδιάστατης του πολυδιάστατου
    αιτιατική τον πολυδιάστατο την πολυδιάστατη το πολυδιάστατο
     κλητική πολυδιάστατε πολυδιάστατη πολυδιάστατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυδιάστατοι οι πολυδιάστατες τα πολυδιάστατα
      γενική των πολυδιάστατων των πολυδιάστατων των πολυδιάστατων
    αιτιατική τους πολυδιάστατους τις πολυδιάστατες τα πολυδιάστατα
     κλητική πολυδιάστατοι πολυδιάστατες πολυδιάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυδιάστατος < πολυ- + διάστα(ση) + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

πολυδιάστατος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία