πολυδιάστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυδιάστατος < πολυ- + διάστα(ση) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυδιάστατος, -η, -ο
- που έχει πολλές διαστάσεις
- (μεταφορικά) που αφορά πολλά επίπεδα ενός γνωστικού πεδίου ή θέματος
- (μαθηματικά) αυτός που έχει περισσότερες από δύο διαστάσεις
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- πολυδιάστατα (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυδιάστατος