πολυεπίπεδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πολυεπίπεδος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει πολλά επίπεδα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολυεπίπεδος