κάτοπτρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κάτοπτρον | τὰ | κάτοπτρᾰ |
γενική | τοῦ | κατόπτρου | τῶν | κατόπτρων |
δοτική | τῷ | κατόπτρῳ | τοῖς | κατόπτροις |
αιτιατική | τὸ | κάτοπτρον | τὰ | κάτοπτρᾰ |
κλητική ὦ! | κάτοπτρον | κάτοπτρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατόπτρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κατόπτροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κάτοπτρον < κατά + ὄψ < πρωτοελληνική *ókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ókʷs (μάτι) < *h₃ekʷ-[1] (βλέπω) + -τρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίακάτοπτρον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- ἐγκατοπτρίζομαι
- κατοπτρικός
- κατοπτρῖτις
- κατοπτρίζω
- κατοπτροειδής
- και → δείτε τη λέξη κατόψομαι
Πηγές
επεξεργασία- κάτοπτρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κάτοπτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ὄπωπα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.