↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κάτοπτρον τὰ κάτοπτρ
      γενική τοῦ κατόπτρου τῶν κατόπτρων
      δοτική τῷ κατόπτρ τοῖς κατόπτροις
    αιτιατική τὸ κάτοπτρον τὰ κάτοπτρ
     κλητική ! κάτοπτρον κάτοπτρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατόπτρω
γεν-δοτ τοῖν  κατόπτροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάτοπτρον < κατά + ὄψ < πρωτοελληνική *ókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ókʷs (μάτι) < *h₃ekʷ-[1] (βλέπω) + -τρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κάτοπτρον ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. ὄπωπα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.