ὄψ
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὄψ | αἱ | ὄπες |
γενική | τῆς | ὀπός | τῶν | ὀπῶν |
δοτική | τῇ | ὀπῐ́ | ταῖς | ὀψῐ́(ν) |
αιτιατική | τὴν | ὄπᾰ | τὰς | ὄπᾰς |
κλητική ὦ! | ὄψ | ὄπες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄπε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀποῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- ὄψ < πρωτοελληνική *wókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ) → δείτε τη λέξη ἔπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὄψ θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ὄψ < πρωτοελληνική *ókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ókʷs (μάτι) < *h₃ekʷ-[1] (βλέπω). (δείτε ὄψομαι και ὄπωπα, μέλλοντας και παρακείμενος του ὁράω αντίστοιχα. Το ίδιο θέμα απαντά και στις συνώνυμες λέξεις ὄμμα, ὀμμάτιον ὀμμάτιον και ὀφθαλμός.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὄψ θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ὄπωπα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές επεξεργασία
- ὄψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.