↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψ αἱ ὄπες
      γενική τῆς ὀπός τῶν ὀπῶν
      δοτική τῇ ὀπῐ́ ταῖς ὀψῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν ὄπ τὰς ὄπᾰς
     κλητική ! ψ ὄπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄπε
γεν-δοτ τοῖν  ὀποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'γύψ' όπως «γύψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
ὄψ < πρωτοελληνική *wókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wṓkʷs (φωνή) < *wekʷ- (μιλώ) → δείτε τη λέξη ἔπος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄψ θηλυκό

  1. (ποιητικό) η φωνή
  2. (ποιητικό) λέξη, λόγος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ὄψ < πρωτοελληνική *ókʷs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃ókʷs (μάτι) < *h₃ekʷ-[1] (βλέπω). (δείτε ὄψομαι και ὄπωπα, μέλλοντας και παρακείμενος του ὁράω αντίστοιχα. Το ίδιο θέμα απαντά και στις συνώνυμες λέξεις ὄμμα, ὀμμάτιον ὀμμάτιον και ὀφθαλμός.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὄψ θηλυκό

  1. μάτι
  2. πρόσωπο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ὄπωπα - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.