ἔπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἐπεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἔπος | τὰ | ἔπη - ἔπεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἔπους - ἔπεος | τῶν | ἐπῶν - ἐπέων | |
δοτική | τῷ | ἔπει - ἔπεῐ̈ | τοῖς | ἔπεσῐ(ν) επικοί τύποι : ἔπεσσι, ἐπέεσσι | |
αιτιατική | τὸ | ἔπος | τὰ | ἔπη - ἔπεα | |
κλητική ὦ! | ἔπος | ἔπη - ἔπεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἔπει - ἔπεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐποῖν - ἐπέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔπος < ϝέπος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wekʷ- (μιλώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔπος ουδέτερο
- λόγος
- έπος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 220
- Πηλεΐδης δ’ ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν
Ἀτρεΐδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο
- Πηλεΐδης δ’ ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 220
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἔπος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἔπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.