ϝέπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ϝέπος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wékʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wekʷ- (μιλώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ϝέπος ουδέτερο
- αιολικός τύπος του ἔπος