Καλλιόπη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καλλιόπα | οι | Καλλιόπες |
γενική | της | Καλλιόπας | — | |
αιτιατική | την | Καλλιόπα | τις | Καλλιόπες |
κλητική | Καλλιόπα | Καλλιόπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καλλιόπη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Καλλιόπη < κάλλος + ὄψ (φωνή, ομιλία, λόγος)
- για το αποχωρητήριο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈʎo.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καλ‐λιό‐πη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλλιόπη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις εννέα μούσες, προστάτιδα της επικής ποίησης και της ρητορικής
- γυναικείο όνομα
- (στρατιωτική αργκό) το αποχωρητήριο
Παράγωγα
επεξεργασίαχαϊδευτικά και υποκοριστικά:
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Καλλιόπη | αἱ | Καλλιόπαι |
γενική | τῆς | Καλλιόπης | τῶν | Καλλιοπῶν |
δοτική | τῇ | Καλλιόπῃ | ταῖς | Καλλιόπαις |
αιτιατική | τὴν | Καλλιόπην | τὰς | Καλλιόπᾱς |
κλητική ὦ! | Καλλιόπη | Καλλιόπαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Καλλιόπᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Καλλιόπαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασία- Καλλιόπη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (στον ενικό, ελληνική μυθολογία) η μία από τις εννέα Μούσες, που προστάτευε την επική ποίηση, τους επικούς ποιητές και ραψωδούς. Μητέρα του Ορφέα
Πηγές
επεξεργασία- Καλλιόπη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Καλλιόπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.