κατοπτροποιία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατοπτροποιία < κατοπτροποιός + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατοπτροποιία αρσενικό ή θηλυκό
- η εργασία ή το επάγγελμα του κατοπτροποιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατοπτροποιία
|
κατοπτροποιία αρσενικό ή θηλυκό
|