κατοπτροποιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατοπτροποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που κατασκευάζει κάτοπτρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατοπτροποιός
|
κατοπτροποιός αρσενικό ή θηλυκό
|