mirror
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mirror | mirrors |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmirror (en)
- ο καθρέφτης, λεία επιφάνεια που αντανακλά το φως
- ⮡ His face was reflected in the mirror.
- Το πρόσωπό του αντανακλάστηκε στον καθρέφτη.
- ⮡ His face was reflected in the mirror.
- ο καθρέφτης, κάτι που δείχνει πώς είναι κάτι άλλο
- ⮡ TV is a mirror of society.
- Η τηλεόραση είναι καθρέφτης της κοινωνίας.
- ⮡ TV is a mirror of society.