πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικατοπτρικός η αντικατοπτρική το αντικατοπτρικό
      γενική του αντικατοπτρικού της αντικατοπτρικής του αντικατοπτρικού
    αιτιατική τον αντικατοπτρικό την αντικατοπτρική το αντικατοπτρικό
     κλητική αντικατοπτρικέ αντικατοπτρική αντικατοπτρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικατοπτρικοί οι αντικατοπτρικές τα αντικατοπτρικά
      γενική των αντικατοπτρικών των αντικατοπτρικών των αντικατοπτρικών
    αιτιατική τους αντικατοπτρικούς τις αντικατοπτρικές τα αντικατοπτρικά
     κλητική αντικατοπτρικοί αντικατοπτρικές αντικατοπτρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικατοπτρικός < αντικατοπτρίζω + -ικός

αντικατοπτρικός[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αντικατοπτρικός -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας