Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατοπτρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατοπτρισμέν
ος
η
κατοπτρισμέν
η
το
κατοπτρισμέν
ο
γενική
του
κατοπτρισμέν
ου
της
κατοπτρισμέν
ης
του
κατοπτρισμέν
ου
αιτιατική
τον
κατοπτρισμέν
ο
την
κατοπτρισμέν
η
το
κατοπτρισμέν
ο
κλητική
κατοπτρισμέν
ε
κατοπτρισμέν
η
κατοπτρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατοπτρισμέν
οι
οι
κατοπτρισμέν
ες
τα
κατοπτρισμέν
α
γενική
των
κατοπτρισμέν
ων
των
κατοπτρισμέν
ων
των
κατοπτρισμέν
ων
αιτιατική
τους
κατοπτρισμέν
ους
τις
κατοπτρισμέν
ες
τα
κατοπτρισμέν
α
κλητική
κατοπτρισμέν
οι
κατοπτρισμέν
ες
κατοπτρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κατοπτρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κατοπτρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατοπτρισμένος