κατοπτρισμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
κατοπτρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κατοπτρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κατοπτρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κατοπτρισμένος