reflect
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | reflect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reflects |
αόριστος | reflected |
παθητική μετοχή | reflected |
ενεργητική μετοχή | reflecting |
Ρήμα
επεξεργασίαreflect (en)
- (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) αντανακλώ, καθρεφτίζω, δείχνω την εικόνα κάποιου ή κάτι στην επιφάνεια κάποιου όπως καθρέφτη, νερό ή ποτήρι
- ⮡ a reflected image - αντανακλασμένη εικόνα
- ⮡ His face was reflected in the mirror.
- Το πρόσωπό του αντανακλάστηκε στον καθρέφτη.
- ⮡ The trees were being reflected in the water.
- Τα δέντρα καθρεφτίζονταν στο νερό.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αντανακλώ, ανακλώ, καθρεφτίζω, επιστρέφω φως, θερμότητα, ήχο κτλ. από μια επιφάνεια
- ⮡ The water was reflecting the lights.
- Το νερό αντανακλούσε τα φώτα.
- ⮡ Part of the sunlight which falls on the Moon is reflected back to the Earth.
- Ένα μέρος του ηλιακού φωτός που πέφτει στη Σελήνη αντανακλάται στη γη.
- ⮡ The light which is not absorbed is reflected and the reflected light hits the eye…or something like that is how we see colors.
- Το φως που δεν απορροφάται, ανακλάται, το ανακλασμένο φως χτυπάει στο μάτι...και κάπως έτσι βλέπουμε χρώματα
- ⮡ When sound waves hit smooth surfaces, they are reflected and as a result we have an echo.
- Τα ηχητικά κύματα όταν προσπίπτουν σε λείες επιφάνειες ανακλώνται και έχουμε σαν αποτέλεσμα την ηχώ.
- ⮡ The surface of the lake reflected the city lights.
- Η επιφάνεια της λίμνης καθρέφτιζε τα φώτα της πόλης.
- ⮡ The water was reflecting the lights.
- (μεταβατικό) αντανακλώ, καθρεφτίζω, δείχνω τη φύση κάτι ή τη στάση ή το συναίσθημα κάποιου
- ⮡ His poetry reflects his love for Greece.
- Η ποίηση του αντανακλά την αγάπη του για την Ελλάδα.
- ⮡ His behavior reflects on his entire family.
- Η συμπεριφορά του αντανακλάται σ΄ όλη την οικογένειά του.
- ⮡ The style of the book reflects the author’s views on criticism.
- Το ύφος του βιβλίου αντανακλά τις αντιλήψεις του συγγραφέα για την κριτική.
- ⮡ The literature of a nation reflects its life.
- Η λογοτεχνία ενός έθνος καθρεφτίζει τη ζωή του.
- ⮡ His poetry reflects his love for Greece.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκέφτομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι προσεκτικά και βαθιά κάτι
- ⮡ I need to reflect on how I’m going to answer this question.
- Πρέπει να σκεφθώ πώς θα απαντήσω σ' αυτήν την ερώτηση.
- ⮡ He reflected how difficult it would be to escape.
- Συλλογίστηκε πόσο δύσκολο θα ήταν να δραπετεύσει.
- ⮡ I need to reflect on how I’m going to answer this question.