ενεστώτας reflect
γ΄ ενικό ενεστώτα reflects
αόριστος reflected
παθητική μετοχή reflected
ενεργητική μετοχή reflecting

reflect (en)

  1. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) αντανακλώ, καθρεφτίζω, δείχνω την εικόνα κάποιου ή κάτι στην επιφάνεια κάποιου όπως καθρέφτη, νερό ή ποτήρι
    ⮡  a reflected image - αντανακλασμένη εικόνα
    ⮡  His face was reflected in the mirror.
    Το πρόσωπό του αντανακλάστηκε στον καθρέφτη.
    ⮡  The trees were being reflected in the water.
    Τα δέντρα καθρεφτίζονταν στο νερό.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αντανακλώ, ανακλώ, καθρεφτίζω, επιστρέφω φως, θερμότητα, ήχο κτλ. από μια επιφάνεια
    ⮡  The water was reflecting the lights.
    Το νερό αντανακλούσε τα φώτα.
    ⮡  Part of the sunlight which falls on the Moon is reflected back to the Earth.
    Ένα μέρος του ηλιακού φωτός που πέφτει στη Σελήνη αντανακλάται στη γη.
    ⮡  The light which is not absorbed is reflected and the reflected light hits the eye…or something like that is how we see colors.
    Το φως που δεν απορροφάται, ανακλάται, το ανακλασμένο φως χτυπάει στο μάτι...και κάπως έτσι βλέπουμε χρώματα
    ⮡  When sound waves hit smooth surfaces, they are reflected and as a result we have an echo.
    Τα ηχητικά κύματα όταν προσπίπτουν σε λείες επιφάνειες ανακλώνται και έχουμε σαν αποτέλεσμα την ηχώ.
    ⮡  The surface of the lake reflected the city lights.
    Η επιφάνεια της λίμνης καθρέφτιζε τα φώτα της πόλης.
  3. (μεταβατικό) αντανακλώ, καθρεφτίζω, δείχνω τη φύση κάτι ή τη στάση ή το συναίσθημα κάποιου
    ⮡  His poetry reflects his love for Greece.
    Η ποίηση του αντανακλά την αγάπη του για την Ελλάδα.
    ⮡  His behavior reflects on his entire family.
    Η συμπεριφορά του αντανακλάται σ΄ όλη την οικογένειά του.
    ⮡  The style of the book reflects the author’s views on criticism.
    Το ύφος του βιβλίου αντανακλά τις αντιλήψεις του συγγραφέα για την κριτική.
    ⮡  The literature of a nation reflects its life.
    Η λογοτεχνία ενός έθνος καθρεφτίζει τη ζωή του.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκέφτομαι, συλλογίζομαι, σκέφτομαι προσεκτικά και βαθιά κάτι
    ⮡  I need to reflect on how I’m going to answer this question.
    Πρέπει να σκεφθώ πώς θα απαντήσω σ' αυτήν την ερώτηση.
    ⮡  He reflected how difficult it would be to escape.
    Συλλογίστηκε πόσο δύσκολο θα ήταν να δραπετεύσει.