αντικαθρεφτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικαθρεφτίζω < αντι- + καθρεφτίζω ((σημασιολογικό δάνειο) αντικατοπτρίζω)
Ρήμα
επεξεργασίααντικαθρεφτίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- αντικαθρέφτισμα
- αντικαθρεφτισμός
- → δείτε τις λέξεις αντί και καθρέφτης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντικαθρεφτίζω | αντικαθρέφτιζα | θα αντικαθρεφτίζω | να αντικαθρεφτίζω | αντικαθρεφτίζοντας | |
β' ενικ. | αντικαθρεφτίζεις | αντικαθρέφτιζες | θα αντικαθρεφτίζεις | να αντικαθρεφτίζεις | αντικαθρέφτιζε | |
γ' ενικ. | αντικαθρεφτίζει | αντικαθρέφτιζε | θα αντικαθρεφτίζει | να αντικαθρεφτίζει | ||
α' πληθ. | αντικαθρεφτίζουμε | αντικαθρεφτίζαμε | θα αντικαθρεφτίζουμε | να αντικαθρεφτίζουμε | ||
β' πληθ. | αντικαθρεφτίζετε | αντικαθρεφτίζατε | θα αντικαθρεφτίζετε | να αντικαθρεφτίζετε | αντικαθρεφτίζετε | |
γ' πληθ. | αντικαθρεφτίζουν(ε) | αντικαθρέφτιζαν αντικαθρεφτίζαν(ε) |
θα αντικαθρεφτίζουν(ε) | να αντικαθρεφτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντικαθρέφτισα | θα αντικαθρεφτίσω | να αντικαθρεφτίσω | αντικαθρεφτίσει | ||
β' ενικ. | αντικαθρέφτισες | θα αντικαθρεφτίσεις | να αντικαθρεφτίσεις | αντικαθρέφτισε | ||
γ' ενικ. | αντικαθρέφτισε | θα αντικαθρεφτίσει | να αντικαθρεφτίσει | |||
α' πληθ. | αντικαθρεφτίσαμε | θα αντικαθρεφτίσουμε | να αντικαθρεφτίσουμε | |||
β' πληθ. | αντικαθρεφτίσατε | θα αντικαθρεφτίσετε | να αντικαθρεφτίσετε | αντικαθρεφτίστε | ||
γ' πληθ. | αντικαθρέφτισαν αντικαθρεφτίσαν(ε) |
θα αντικαθρεφτίσουν(ε) | να αντικαθρεφτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντικαθρεφτίσει | είχα αντικαθρεφτίσει | θα έχω αντικαθρεφτίσει | να έχω αντικαθρεφτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντικαθρεφτίσει | είχες αντικαθρεφτίσει | θα έχεις αντικαθρεφτίσει | να έχεις αντικαθρεφτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντικαθρεφτίσει | είχε αντικαθρεφτίσει | θα έχει αντικαθρεφτίσει | να έχει αντικαθρεφτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντικαθρεφτίσει | είχαμε αντικαθρεφτίσει | θα έχουμε αντικαθρεφτίσει | να έχουμε αντικαθρεφτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντικαθρεφτίσει | είχατε αντικαθρεφτίσει | θα έχετε αντικαθρεφτίσει | να έχετε αντικαθρεφτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντικαθρεφτίσει | είχαν αντικαθρεφτίσει | θα έχουν αντικαθρεφτίσει | να έχουν αντικαθρεφτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντικαθρεφτίζω
|