Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικαθρεφτίζω < αντι- + καθρεφτίζω ((σημασιολογικό δάνειο) αντικατοπτρίζω)

αντικαθρεφτίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία