λιο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- λιο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιο- < ἥλι(ος) + -ο- με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος[1]
Πρόθημα
επεξεργασία
λιο- και λιό-
- (λαϊκότροπο) για σύνθετα που αναφέρονται στον ήλιο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- λιο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλαιο- ή λιο- < αρχαία ελληνική ἐλαιο- < ἔλαιο(ν) (λάδι) με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος και συνίζηση[1]
Πρόθημα
επεξεργασία
λιο- και λιό-
- (συνήθως λαϊκότροπο) για σύνθετα που αναφέρονται στην ελιά
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ελαιο- (λόγιο)
Σύνθετα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 λιο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
Πρόθημα
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- λιο- < ἐλαιο- με αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος < αρχαία ελληνική ἐλαιο- < ἔλαιο(ν) (λάδι)
Πρόθημα
επεξεργασία
λιο- και λιό-
- (σπανιότερη) άλλη μορφή του ἐλαιο-
Πηγές
επεξεργασία
- ηλιο- - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ελαιο- - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].