ελαιόδεντρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ελαιόδεντρο | τα | ελαιόδεντρα |
γενική | του | ελαιόδεντρου & ελαιοδέντρου |
των | ελαιόδεντρων & ελαιοδέντρων |
αιτιατική | το | ελαιόδεντρο | τα | ελαιόδεντρα |
κλητική | ελαιόδεντρο | ελαιόδεντρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Οι λόγιες γενικές -δέντρου, -δέντρων συνηθίζονται περισσότερο στην κλίση του ελαιόδενδρο. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ελαιόδεντρο < καθαρεύουσα ἐλαιόδενδρον (< ἐλαιό- + δένδρον) με προσαρμογή στη νέα ελληνική ως ελαιό- + δέντρο[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.leˈo.ðen.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λαι‐ό‐δε‐ντρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελαιόδεντρο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελαιόδεντρο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ελαιόδεντρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας