Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δένδρον τὰ δένδρ
      γενική τοῦ δένδρου τῶν δένδρων
      δοτική τῷ δένδρ τοῖς δένδροις
    αιτιατική τὸ δένδρον τὰ δένδρ
     κλητική ! δένδρον δένδρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δένδρω
γεν-δοτ τοῖν  δένδροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δένδρον < κατά πάσα πιθανότητα από τη λέξη δρῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δένδρον & δένδρεον

  1. δέντρο (όπως και στα νέα ελληνικά)
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 106.3
    τὰ δὲ δένδρεα τὰ ἄγρια αὐτόθι φέρει καρπὸν εἴρια καλλονῇ τε προφέροντα καὶ ἀρετῇ τῶν ἀπὸ τῶν ὀίων· καὶ ἐσθῆτι Ἰνδοὶ ἀπὸ τούτων τῶν δενδρέων χρέωνται.
    ενώ τα άγρια δέντρα εκεί βγάζουν για καρπό μαλλί ωραιότερο και καλύτερο από των προβάτων, και πράγματι οι Ινδοί φτιάχνουν ρούχα απ᾽ αυτά τα δέντρα.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ΣτΕ: Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην βαμβακοκαλλιέργεια.
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 107.2
    τὰ γὰρ δένδρεα ταῦτα τὰ λιβανωτοφόρα ὄφιες ὑπόπτεροι, σμικροὶ τὰ μεγάθεα, ποικίλοι τὰ εἴδεα, φυλάσσουσι πλήθεϊ πολλοὶ περὶ δένδρον ἕκαστον, οὗτοι οἵ περ ἐπ᾽ Αἴγυπτον ἐπιστρατεύονται.
    γιατί τα δέντρα αυτά που βγάζουν τον λιβανωτό τα φυλάνε φίδια, μικρά στο μέγεθος, με ποικιλόχρωμη εμφάνιση, και γύρω στο κάθε δέντρο φυλάνε μεγάλο πλήθος από δαύτα, και είναι τα ίδια αυτά που ξεκινούν για να εισβάλουν στην Αίγυπτο.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1
    Ὀρθὴν κελεύεις, ᾗ τὸ δένδρον φαίνεται;
    Ολόισα λες; Εκεί που ᾽ναι το δέντρο;
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  2. ελαιόδεντρο
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 617 (616-618)
    τοῖς δ᾽ αὖ σεμνοῖς | τῶν ὀρνίθων δένδρον ἐλάας | ὁ νεὼς ἔσται.
    Τα τρανά, τα σεβάσμια | πουλιά για ναό | θα ᾽χουν πάλι μια ελιά.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  3. (σπανιότερα, σε ορισμένους συγγραφείς) μόνον όσα δέντρα έφεραν βρώσιμους καρπούς, σε αντιδιαστολή προς το θηλυκό ὕλη (για όσα δέντρα ήταν χρήσιμα αποκλειστικά για την ξυλεία τους)
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 193.3
    τὰ γὰρ δὴ ἄλλα δένδρεα οὐδὲ πειρᾶται ἀρχὴν φέρειν, οὔτε συκέην οὔτε ἄμπελον οὔτε ἐλαίην.
    Γιατί, σ᾽ ό,τι αφορά τα δένδρα, δε γίνεται καν προσπάθεια να καλλιεργηθούν· ούτε η συκιά ούτε το αμπέλι ούτε η ελιά.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία