λιοτριβειό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λιοτριβειό < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἐλαιοτριβεῖον («πρέσα για λάδι») με αποβολή του αρχικού φωνήεντος για αποφυγή της χασμωδίας με το πρόθημα λιο-. Δείτε και ελαιοτριβείο[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʎo.tɾiˈvʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λιο‐τρι‐βειό
Ουσιαστικό επεξεργασία
λιοτριβειό ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το ελαιοτριβείο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- λαϊκότροπα, διαλεκτικά: → δείτε τη λέξη λιοτρίβι
Μεταφράσεις επεξεργασία
λιοτριβειό
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λιοτριβειό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας