↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιόχαρος η ηλιόχαρη το ηλιόχαρο
      γενική του ηλιόχαρου της ηλιόχαρης του ηλιόχαρου
    αιτιατική τον ηλιόχαρο την ηλιόχαρη το ηλιόχαρο
     κλητική ηλιόχαρε ηλιόχαρη ηλιόχαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιόχαροι οι ηλιόχαρες τα ηλιόχαρα
      γενική των ηλιόχαρων των ηλιόχαρων των ηλιόχαρων
    αιτιατική τους ηλιόχαρους τις ηλιόχαρες τα ηλιόχαρα
     κλητική ηλιόχαροι ηλιόχαρες ηλιόχαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιόχαρος < ηλιό- + χαρά + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ηλιόχαρος, -η, -ο

  1. που χαίρεται όντας λουσμένος στο φως του ήλιου
    ※  και στ’ ανθισμένα λιβάδια, ο ηλιόχαρος όταν / τραγουδιστής, το θεσπέσιο τζιτζίκι, / τα μεσημέρια σφυρίζει (Αριστοφάνης, Όρνιθες, στ. 1145-7, μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου)
  2. άλλη μορφή του ηλιόφιλος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία