λιόχαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λιόχαρος | η | λιόχαρη | το | λιόχαρο |
γενική | του | λιόχαρου | της | λιόχαρης | του | λιόχαρου |
αιτιατική | τον | λιόχαρο | τη | λιόχαρη | το | λιόχαρο |
κλητική | λιόχαρε | λιόχαρη | λιόχαρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λιόχαροι | οι | λιόχαρες | τα | λιόχαρα |
γενική | των | λιόχαρων | των | λιόχαρων | των | λιόχαρων |
αιτιατική | τους | λιόχαρους | τις | λιόχαρες | τα | λιόχαρα |
κλητική | λιόχαροι | λιόχαρες | λιόχαρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαλιόχαρος, -η, -ο
- που χαίρεται όντας λουσμένος στο φως του ήλιου
- Σήμερα πάλι λιόχαρος είν' ο γιαλός κι ο δρόμος / ο ερημικός που σέρνεται κοντά στ' ακροθαλάσσι. (Λάμπρος Πόρφυρας)
- Λιόχαρη μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα (Γιάννης Ρίτσος, "Αυγή", Λιανοτράγουδα)
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λιόχαρος
|