ηλιόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλιόφιλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική heliophilous < αρχαία ελληνική ἥλιος + φίλος
Επίθετο
επεξεργασίαηλιόφιλος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηλιόφιλος