Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιόφοβος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηλιόφοβ
ος
η
ηλιόφοβ
η
το
ηλιόφοβ
ο
γενική
του
ηλιόφοβ
ου
της
ηλιόφοβ
ης
του
ηλιόφοβ
ου
αιτιατική
τον
ηλιόφοβ
ο
την
ηλιόφοβ
η
το
ηλιόφοβ
ο
κλητική
ηλιόφοβ
ε
ηλιόφοβ
η
ηλιόφοβ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηλιόφοβ
οι
οι
ηλιόφοβ
ες
τα
ηλιόφοβ
α
γενική
των
ηλιόφοβ
ων
των
ηλιόφοβ
ων
των
ηλιόφοβ
ων
αιτιατική
τους
ηλιόφοβ
ους
τις
ηλιόφοβ
ες
τα
ηλιόφοβ
α
κλητική
ηλιόφοβ
οι
ηλιόφοβ
ες
ηλιόφοβ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιόφοβος
<
ήλιος
+
φοβούμαι
Επίθετο
επεξεργασία
ηλιόφοβος, -η, -ο
που πάσχει από
ηλιοφοβία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιόφοβος
αγγλικά
:
heliophobic
(en)