↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιόφοβος η ηλιόφοβη το ηλιόφοβο
      γενική του ηλιόφοβου της ηλιόφοβης του ηλιόφοβου
    αιτιατική τον ηλιόφοβο την ηλιόφοβη το ηλιόφοβο
     κλητική ηλιόφοβε ηλιόφοβη ηλιόφοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιόφοβοι οι ηλιόφοβες τα ηλιόφοβα
      γενική των ηλιόφοβων των ηλιόφοβων των ηλιόφοβων
    αιτιατική τους ηλιόφοβους τις ηλιόφοβες τα ηλιόφοβα
     κλητική ηλιόφοβοι ηλιόφοβες ηλιόφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιόφοβος < ήλιος + φοβούμαι

  Επίθετο

επεξεργασία

ηλιόφοβος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία