φοβούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοβούμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φοβοῦμαι, συνηρημένου τύπου του φοβέομαι
Ρήμα
επεξεργασίαφοβούμαι
- (λόγιο, καθαρεύουσα) άλλη μορφή του φοβάμαι
- Φοβούμαι πως δεν θα ανταποκριθώ εις την πρόσκλησίν σας
- (κρητικά)
- ※ Δε τσι φοβούμαι τσι γκρεμοί (τραγούδι: Στίχοι: Πόπη Νικηφόρου. Συνθέτης Στάθης Στιβακτάκης.)
Κλίση
επεξεργασία- νέα ελληνικά: → δείτε τη λέξη φοβάμαι, φοβάσαι, φοβάται, ...
- καθαρεύουσα: → δείτε τη λέξη φοβοῦμαι, φοβεῖσαι, φοβεῖται, ...
- αρχαία ελληνικά: → δείτε τη λέξη φοβέω: φοβοῦμαι, φοβεῖ, φοβεῖται, ...