ηλιογέννητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαηλιογέννητος, -η, -ο
- πανέμορφος
- που έχει γεννηθεί από τον κόσμο
- ※ Ηλιογέννητη, ποιός ήλιος
- να σε γέννησεν εσέ;
- Ω! τ’ αστέρια τα πρωτόχυτα
- ποιός τα γνώρισεν, οϊμέ!
- Και μπουμπούκια είναι μισάνοιχτα
- κάποια αστέρια, ω ουρανέ
- Κωστής Παλαμάς, Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης : (Από το Τραγούδι του Ήλιου), Έκδοση του "Περιοδικού μας", Πειραιεύς, 1900
- ※ Ηλιογέννητη, ποιός ήλιος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηλιογέννητος
|