πανέμορφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πανέμορφος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πανέμορφος / πανεύμορφος < αρχαία ελληνική παν- + εὔμορφος
Επίθετο
επεξεργασία
πανέμορφος, -η, -ο
- που είναι πάρα πολύ όμορφος