πανέμορφοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈne.moɾ.fi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νέ‐μορ‐φοι
- ομόηχο: πανέμορφη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπανέμορφοι
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πανέμορφος