Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάμορφος η πεντάμορφη το πεντάμορφο
      γενική του πεντάμορφου της πεντάμορφης του πεντάμορφου
    αιτιατική τον πεντάμορφο την πεντάμορφη το πεντάμορφο
     κλητική πεντάμορφε πεντάμορφη πεντάμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάμορφοι οι πεντάμορφες τα πεντάμορφα
      γενική των πεντάμορφων των πεντάμορφων των πεντάμορφων
    αιτιατική τους πεντάμορφους τις πεντάμορφες τα πεντάμορφα
     κλητική πεντάμορφοι πεντάμορφες πεντάμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάμορφος < επιτατικό πεντά- + όμορφος με αποβολή του [o] για αποφυγή της χασμωδίας. Διαφορετική σημασία έχουν η μεσαιωνική λέξη πεντάμορφος και η αρχαία πεντάμορφος (με πέντε μορφές)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /penˈda.moɾ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντά‐μορ‐φος

  Επίθετο επεξεργασία

πεντάμορφος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάμορφος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πεντάμορφος. Συγχρονικά αναλύεται σε πεντά- + μορφ(ή) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

πεντάμορφος

  • που έχει πέντε μορφές, πέντε σχήματα



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πεντάμορφος τὸ πεντάμορφον
      γενική τοῦ/τῆς πενταμόρφου τοῦ πενταμόρφου
      δοτική τῷ/τῇ πενταμόρφ τῷ πενταμόρφ
    αιτιατική τὸν/τὴν πεντάμορφον τὸ πεντάμορφον
     κλητική ! πεντάμορφε πεντάμορφον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πεντάμορφοι τὰ πεντάμορφ
      γενική τῶν πενταμόρφων τῶν πενταμόρφων
      δοτική τοῖς/ταῖς πενταμόρφοις τοῖς πενταμόρφοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πενταμόρφους τὰ πεντάμορφ
     κλητική ! πεντάμορφοι πεντάμορφ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πενταμόρφω τὼ πενταμόρφω
      γεν-δοτ τοῖν πενταμόρφοιν τοῖν πενταμόρφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάμορφος < πεντά- + -μορφος (αρχαία ελληνική μορφή)

  Επίθετο επεξεργασία

πεντάμορφος, -ος, -ον

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία