πεντάμορφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντάμορφος < επιτατικό πεντά- + όμορφος με αποβολή του [o] για αποφυγή της χασμωδίας. Διαφορετική σημασία έχουν η μεσαιωνική λέξη πεντάμορφος και η αρχαία πεντάμορφος (με πέντε μορφές)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /penˈda.moɾ.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντά‐μορ‐φος
Επίθετο επεξεργασία
πεντάμορφος, -η, -ο
- (επιτατικό επίθετο) πολύ όμορφος
- ↪ Η Πεντάμορφη και το Τέρας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεντάμορφος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πεντάμορφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντάμορφος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πεντάμορφος. Συγχρονικά αναλύεται σε πεντά- + μορφ(ή) + -ος
Επίθετο επεξεργασία
πεντάμορφος
- που έχει πέντε μορφές, πέντε σχήματα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντάμορφος < πεντά- + -μορφος (αρχαία ελληνική μορφή)
Επίθετο επεξεργασία
πεντάμορφος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει πέντε μορφές, πέντε σχήματα
- πεντάμορφος μορφή
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πεντάμορφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.