↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιογεννημένος η ηλιογεννημένη το ηλιογεννημένο
      γενική του ηλιογεννημένου της ηλιογεννημένης του ηλιογεννημένου
    αιτιατική τον ηλιογεννημένο την ηλιογεννημένη το ηλιογεννημένο
     κλητική ηλιογεννημένε ηλιογεννημένη ηλιογεννημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιογεννημένοι οι ηλιογεννημένες τα ηλιογεννημένα
      γενική των ηλιογεννημένων των ηλιογεννημένων των ηλιογεννημένων
    αιτιατική τους ηλιογεννημένους τις ηλιογεννημένες τα ηλιογεννημένα
     κλητική ηλιογεννημένοι ηλιογεννημένες ηλιογεννημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιογεννημένος < ήλιος + γεννιέμαι

ηλιογεννημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ηλιογέννητος