↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηλιολατρία οι ηλιολατρίες
      γενική της ηλιολατρίας των ηλιολατριών
    αιτιατική την ηλιολατρία τις ηλιολατρίες
     κλητική ηλιολατρία ηλιολατρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηλιολατρία < ηλιολάτρης + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική heliolatry)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηλιολατρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία