Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηλιολάτρης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ηλιολάτρ
ης
οι
ηλιολάτρ
ες
γενική
του
ηλιολάτρ
η
των
ηλιολατρ
ών
αιτιατική
τον
ηλιολάτρ
η
τους
ηλιολάτρ
ες
κλητική
ηλιολάτρ
η
ηλιολάτρ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηλιολάτρης
<
ηλι(ος)
+
-ο-
+
-λάτρης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηλιολάτρης
αρσενικό
(
θηλυκό
ηλιολάτρισσα
)
αυτός που
λατρεύει
τον
ήλιο
σαν
θεότητα
Συγγενικά
επεξεργασία
ηλιολατρία
ηλιολατρικά
ηλιολατρικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηλιολάτρης
αγγλικά
:
sun worshipper
(en)
γαλλικά
:
héliolâtre
(fr)