ηλιολατρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ηλιολατρικός < ηλιολατρία
Επίθετο
επεξεργασίαηλιολατρικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ηλιολατρία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηλιολατρικός
ηλιολατρικός, -ή, -ό