Δείτε επίσης: ιλυόλουτρο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλιόλουτρο τα ηλιόλουτρα
      γενική του ηλιόλουτρου των ηλιόλουτρων
    αιτιατική το ηλιόλουτρο τα ηλιόλουτρα
     κλητική ηλιόλουτρο ηλιόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιόλουτρο < ήλιος + -ο- + λουτρό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιόλουτρο ουδέτερο

  • (λόγιο) η ηλιοθεραπεία
    ※ Ἄφησε πιὰ τὶς Ρωσίδες δούκισσες ποὺ κολυμποῦσαν τσίτσιδες σ’ ὅλα τὰ περιγιάλια κι ὑστερα ξαπλωνόντανε στοὺς βράχους γιὰ ἡλιόλουτρο, σὰν ἀγάλματα τῆς Ἀφροδίτης, κι ἂν περνοῦσε κανένα πλοῖο σηκωνόντανε οἱ μαρμάρινες κορμοστασιὲς καὶ χαιρετοῦσαν.
    Γιώργος Θεοτοκάς, Λεωνής

  Μεταφράσεις επεξεργασία