ιλυόλουτρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιλυόλουτρο < (καθαρεύουσα) ἰλυόλουτρον ιλύς + -ο- + λουτρό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιλυόλουτρο ουδέτερο
- (λόγιο) το λασπόλουτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιλυόλουτρο
|
Δείτε επίσης : ηλιόλουτρο |
ιλυόλουτρο ουδέτερο
|