Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λασπόλουτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
λασπόλουτρ
ο
τα
λασπόλουτρ
α
γενική
του
λασπόλουτρ
ου
των
λασπόλουτρ
ων
αιτιατική
το
λασπόλουτρ
ο
τα
λασπόλουτρ
α
κλητική
λασπόλουτρ
ο
λασπόλουτρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λασπόλουτρο
<
λάσπη
+
-ό-
+
-λουτρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λασπόλουτρο
ουδέτερο
ιαματικό
λουτρό
μέσα σε
λάσπη
κάποιοι ανακουφίζονται από την ψωρίαση με
λασπόλουτρα
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
λόγιο
)
ιλυόλουτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λασπόλουτρο