Δείτε επίσης: λουτρό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -λουτρο τα -λουτρα
      γενική του -λουτρου των -λουτρων
    αιτιατική το -λουτρο τα -λουτρα
     κλητική -λουτρο -λουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-λουτρο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λουτρόν[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lu.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -λου‐τρο

  Επίθημα

επεξεργασία

-λουτρο ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -λουτροΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)