Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμμόλουτρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αμμόλουτρ
ο
τα
αμμόλουτρ
α
γενική
του
αμμόλουτρ
ου
των
αμμόλουτρ
ων
αιτιατική
το
αμμόλουτρ
ο
τα
αμμόλουτρ
α
κλητική
αμμόλουτρ
ο
αμμόλουτρ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμμόλουτρο
<
αμμό-
+
-λουτρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμμόλουτρο
ουδέτερο
η
κάλυψη
κάποιων μελών του
σώματος
με ζεστή
άμμο
σε μια
παραλία
, για θεραπευτικούς λόγους (
αμμοθεραπεία
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
άμμος
και
λουτρό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμμόλουτρο
αγγλικά
:
sand bath
(en)