Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιαματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιαματικ
ός
η
ιαματικ
ή
το
ιαματικ
ό
γενική
του
ιαματικ
ού
της
ιαματικ
ής
του
ιαματικ
ού
αιτιατική
τον
ιαματικ
ό
την
ιαματικ
ή
το
ιαματικ
ό
κλητική
ιαματικ
έ
ιαματικ
ή
ιαματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιαματικ
οί
οι
ιαματικ
ές
τα
ιαματικ
ά
γενική
των
ιαματικ
ών
των
ιαματικ
ών
των
ιαματικ
ών
αιτιατική
τους
ιαματικ
ούς
τις
ιαματικ
ές
τα
ιαματικ
ά
κλητική
ιαματικ
οί
ιαματικ
ές
ιαματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιαματικός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἰαματικός
Επίθετο
επεξεργασία
ιαματικός -ή -ό
που έχει
θεραπευτικά
αποτελέσματα
ιαματικά
λουτρά
Συγγενικά
επεξεργασία
ίαμα
ίαση
ιατρός
ιαματικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιαματικός
αγγλικά
:
healing
(en)
γαλλικά
:
curatif
(fr)
,
thérapeutique
(fr)
,
thermal
(fr)
,
médicinal
(fr)
γερμανικά
:
Heil-
(de)