ίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίαση | οι | ιάσεις |
γενική | της | ίασης* | των | ιάσεων |
αιτιατική | την | ίαση | τις | ιάσεις |
κλητική | ίαση | ιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἴασις < ἰάομαι / ἰῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḫeu̯is
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίαση θηλυκό
- (λόγιο, ιατρική) η θεραπεία, το αποτέλεσμα του θεραπεύω