cure
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cure (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
cure (en)
- θεραπεύω
- σταθεροποιούμαι χημικά, ζυμωτικά κτλ
- για την χημική σταθεροποίηση του μπετόν
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
cure (fr)
- θεραπεία
- Il a subi une cure longue et coûteuse : υπέστη μακρά και ακριβή θεραπεία
- δίαιτα (διατροφή με ένα συγκεριμένο είδος)
- ενορία
- η διαμονή του ενοριακού ιερέα