Δείτε επίσης: curé

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

cure (en)

  ΡήμαΕπεξεργασία

cure (en)

  1. θεραπεύω
  2. σταθεροποιούμαι χημικά, ζυμωτικά κτλ
    για την χημική σταθεροποίηση του μπετόν



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

cure (fr)

  1. θεραπεία
    Il a subi une cure longue et coûteuse : υπέστη μακρά και ακριβή θεραπεία
  2. δίαιτα (διατροφή με ένα συγκεριμένο είδος)
  3. ενορία
  4. η διαμονή του ενοριακού ιερέα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία