Ετυμολογία

επεξεργασία
guérison < guérison

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡe.ʁi.zɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
guérison guérisons

guérison (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία