guérisseur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- guérisseur < gariseor < guérir
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | guérisseur | guérisseurs |
θηλυκό | guérisseuse | guérisseuses |
guérisseur (fr)
- (σπάνιο) αυτός που γιατρεύει
- άνθρωπος που έχει ως επάγγελμα την ίαση ασθενών με μέσα που δεν υπάγονται στην επίσημη ιατρική